ενδοδερμικός

ενδοδερμικός
-ή, -ό
επίρρ. που βρίσκεται ή γίνεται μέσα στο δέρμα: Ενδοδερμικές ενέσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ενδοδερμικός — ή, ό αυτός που βρίσκεται ή γίνεται μέσα στο δέρμα («ενδοδερμική ένεση») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”